Apr 18, 2008

Club 36

Καθώς ανασήκωνε το κεφάλι από τα σκέλια της Αλίκης, με τα μάτια κλειστά, ήταν κάπως σα να απηύθυνε ευχαριστία. Και πράγματι αυτό έκανε, όχι προς τον Μεγαλοδύναμο ακριβώς, μάλλον στον δάκτυλό του επί της γης, τον φίλο του τον Τάκη: «Να ‘σαι καλά, μάγκα μου» κι έθεσε και πάλι την γλώσσα επί το έργον, υπερβέβαιος πως η ευχή του είχε πιάσει τόπο. Από το διπλανό υπνοδωμάτιο ακουγόταν η κορύφωση του κολλητού του καθαρά.

"Μαλάκα, είναι αυτό το καινούργιο κλαμπ που έχει ανοίξει και γίνεται της κολάσεως". Το "από γκόμενες" ήταν αυτονόητο. Ο νους του Τάκη ήταν μονίμως κολλημένος στο μουνί, αν και καθ’όλα τ΄άλλα ήταν φυσιολογικός. Δεν ήταν βέβαια το κλαμπ τόσο καινούργιο. Ο Σπύρος το θυμόταν από παλιά, το έβλεπε καμιά φορά από το λεωφορείο, καθώς πήγαινε στη δουλειά τα πρωινά. Καλό, κεντρικό σημείο, αλλά ο ιδιοκτήτης θα ‘ταν ελαφρώς μαλάκας. Ακόμα θυμόταν το πανώ "Πωλείται - κομπιναδόροι αποκλείονται". Ύστερα τον έστειλαν σε άλλο υποκατάστημα κι έτσι άλλαξε διαδρομή.

Όταν μπήκαν για πρώτη φορά στο ανακαινισμένο και υπό νέα διεύθυνση Club 36 άρχισε όντως να πιστεύει πως είναι όλα καρμικά. Πάντα του ήταν δύσπιστος, ειδικά όταν είχε να κάνει με τον Τάκη. Αλλά, οι γκόμενες ήταν ολοζώντανες και σπαρταριστές. Ήταν πολλά γραφεία μαζεμένα στην περιοχή, δικηγορικά, ασφαλιστικές εταιρίες, τράπεζες και οι εργαζόμενες πήγαιναν στο κλαμπ μετά τη δουλειά για να πιούν το ποτό τους. Ξανθές, μελαχροινές, παχουλές, αδύνατες, μα οι περισσότερες φροντισμένες και σικάτες. Γυναίκες καριέρας, όχι αστεία.

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν...

*****

"Παιδιά, να σας κεράσουμε ένα ποτό;" Δεν έγινε κι από το πρώτο βράδυ. Είχε περάσει κανάς μήνας. Ήταν τότε που το βλέμμα της ξανθιάς Αλίκης έπεσε πάνω του, κι ήταν σα να του πίεζαν πυρωμένη στάμπα στην καρδιά.

Κατ' ευφημισμόν.

Τους κάλεσαν στο τραπέζι τους. Δικηγόρος η Αλίκη και η φίλη της η Μαίρη γραμματέας. Κλητήρας σε ναυτιλιακό γραφείο ήταν ο Σπύρος, συστήθηκε σαν προϊστάμενος λογιστηρίου. Του κοβε, μπορούσε να το παίξει. Είπαν φάσεις απ΄το γραφείο και γελάσανε. Αλληλοθαυμάστηκαν για το πνεύμα και το πηγαίο τους χιούμορ. Ήπιαν. Βγήκαν κι αλλού. Σινεμά. Όμορφα πράγματα. Τη νύχτα εκείνη συνέβη.

"Χύσε ελεύθερα, προσέχω". Ο Σπύρος άδειασε μέσα της αυτόματα και μετά άφησε τον εαυτό του να σωριαστεί εξαντλημένος.

Το πρωί σηκώθηκαν όλοι μαζί για να πάνε στη δουλειά. Έκαναν ντους ανά ζευγάρι και πήραν πρωινό μαζί. Ο Σπύρος χάζευε τις ρυτιδούλες κάτω από τα μάτια της δικιάς του. Ήταν αγένεια που καρφωνόταν – μα ήταν που πρώτη φορά την έβλεπε με το φως της ημέρας. Πόσο του ‘χε πει ότι ήταν, τριανταέξι;

Δεν την είχε συγκρατήσει επακριβώς την πληροφορία και δεν τον ενδιέφερε. Ούτως ή άλλως στην Αλίκη ταίριαζαν η νύχτα, τα φώτα τα κλειστά.

*****

"Τί εξελίχτηκε ρε;"
"Πήγα, μαλάκα, στον Παράδεισο και ήρθα…".

Οι μεταφυσικές τους αναζητήσεις συνέχισαν να τους απασχολούν επί του απολύτως φυσικού. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, θα βρίσκονταν στο Club 36, που μετά βίας άντεχε πλέον το βαλάντιό τους, αλλά που τιμούσαν μολαταύτα για λόγους ηθικής υποχρέωσης. Θα πίνανε τις τεκίλες και τις μπύρες τους και μετά θα αποσύρονταν στο διαμέρισμα των κοριτσιών για τα περαιτέρω.

Ο Τάκης την είχε καψουρευτεί τη Μαίρη. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μπας κλας ήταν κι οι δυο τους, οπότε τα ταίριαξαν περίφημα. Την πήγαινε μέχρι και βόλτες με το αμάξι. Έρωτας κάτω απ΄το φως του φεγγαριού.

Ο Σπύρος δε ήταν πάντα υπέρ του μινιμαλισμού, ήτοι των απολύτως απαραίτητων. Ήταν μια τακτική που στη ζωή δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Και η Αλίκη φαινόταν να ενστερνίζεται τις αρχές του.

Μέχρι που οι εξελίξεις τον προλάβανε, ένα μεσημέρι που ετοιμαζόταν να σχολάσει.

"Αγάπη μου τί ώρα φεύγεις; Να αρχίσω κι εγώ να ετοιμάζομαι".

Ο Σπύρος είχε ψελλίσει μια ώρα κι είχε κατεβάσει το ακουστικό μουδιασμένος. Έφερε τις λεξούλες βόλτες στους λαβυρίνθους του εγκεφάλου του, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν πεισματικά να τις καταπιούν, να τις εξαφανίσουν.

"Α γ ά π η μ ο υ;"

Έπρεπε να το είχε υποψιαστεί. Όταν η Αλίκη του έστελνε μηνύματα στο άσχετο, αθώα φαινομενικά "σε σκέφτομαι και μουσκεύομαι", αλλά με ύποπτη συχνότητα, καμιά φορά και δυο και τρεις φορές μέσα στην ίδια μέρα. Όταν το λεπτό της πνεύμα της σταδιακά αντικαταστάθηκε από έναν χαριτωμένο μέχρι σάχλας παλιμπαιδίζοντα ακκισμό, αδιαμφισβήτητο δείγμα ανθρώπου σε επικίνδυνα συναισθηματικά μονοπάτια. Όταν ο οργασμός της άρχισε να γίνεται επιτακτικός, ζήτημα ζωής και θανάτου, όλα έδειχναν το μοιραίο, αλλά πού να το καταλάβει, πού να το προλάβει ο ηλίθιος, ναρκωμένος καθώς ήταν απ΄τις γενετήσιες οσμές.

Όχι πως δεν του άρεσε η Αλίκη. Απλά ο έρωτας δεν ήταν μέρος της συμφωνίας. Όχι πως υπήρχε καμιά συμφωνία στην πραγματικότητα, δε θυμόταν κιόλας, αλλά αυτά τα πράγματα είναι αυτονόητα, καμιά σαραντάρα που σέβεται τον εαυτό της, - γιατί ήταν σαραντάρα σίγουρα, σιγά μην ήταν τριανταέξι μοναχά, όπως του είχε πει – επιστήμων γυναίκα, δεν καψουρεύεται κάποιον σαν αυτόν. Δε γίνεται. Δε γούσταρε να γίνει. Κι αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο.

Άρχισε να την αποφεύγει. Διακριτικά στην αρχή, ίσα να λάβει το μήνυμα. Να προφασίζεται υπερωρίες, να μην απαντάει στα μηνύματα. Εκείνη επέμενε πεισματικά – τότε έγινε σαδιστής. Άρχισε να της μιλάει απότομα, άλλαξε αριθμό κινητού και στη δουλειά ήταν πάντα "στο γραφείο του αφεντικού". Βγαίνοντας από τη δουλειά για να πάει σπίτι του κοίταζε τριγύρω, δήθεν αδιάφορα, όμως η καρδιά του χτυπούσε ενοχλητικά δυνατά - κι αυτό του τη βίδωνε περισσότερο. Καμιά φορά την έβλεπε όντως να τον περιμένει κάτω, μέσα στο αμάξι της, και το προφίλ της ήτανε σφιγμένο, κάπως γερασμένο, κι εκεί τον έπιαναν κάτι σαν τύψεις. Και πήγαιναν στο διαμέρισμά της "για τελευταία φορά", έλεγε πάντα στον εαυτό του, και πλέον η μπόχα του οργασμού του προκαλούσε πόνο στο στομάχι και μπούκωμα και καθώς άδειαζε μέσα της του ερχόταν να αδειάσει τα άντερά του.

Και μια μέρα του το ξεφούρνισε. "Πρέπει να σου πω κάτι. Είναι σοβαρό".

Πήρε τηλέφωνο τον Τάκη μέσα σε πανικό. Τον είχε χάσει τις τελευταίες μέρες. Δεν απαντούσε ούτε στο κινητό, ούτε στο σταθερό. Τώρα βρήκε, ο μαλάκας. Τώρα που χρειαζόταν τον φίλο του, οποιονδήποτε, περισσότερο από ποτέ.

*****

Ανοίγοντας την πόρτα του Club 36 – εκεί του είχε δώσει η Αλίκη ραντεβού – τον χτύπησε στα ρουθούνια η γνώριμη μυρωδιά. Η γυναικίλα, βαριά όμως αυτή τη φορά, σκληρή κι αδυσώπητη. Ήταν σίγουρος πως είχε τη χλωμάδα του πεθαμένου.

«Όχι εδώ. Δεν ακουγόμαστε. Πάμε κάτω».

Την ακολούθησε στα σκαλιά, κάτω από τους ήχους της μουσικής, όπως το πρόβατο που πάει στη σφαγή. Το ένιωθε. Το ήξερε. Και το γεγονός ότι το ήξερε και δεν έκανε τίποτε για να αποτρέψει το μοιραίο του προκαλούσε αφάνταστη ανακούφιση.

Ήταν μόνο εικοσιεφτά χρονών. Είχε όνειρα για τη ζωή. Τη ζωή του. Είχε κάνει ένα λάθος. Που σύντομα θα πλήρωνε. Το ήξερε. Δεν έκανε τίποτε. Απλά ακολουθούσε.

Έφτασαν στην κάτω αίθουσα, μπήκαν από μια κρυφή πόρτα από τις τουαλέτες. Έκανε ψύχρα και είχε μυρωδιά μετάλλου. Όπως το φανταζόταν. Ήταν το ιδανικό μέρος για τέτοιες περιστάσεις.

Η Αλίκη τον κοίταξε κατάματα.
«Είμαι έγκυος. Περιμένω το παιδί σου».

Ναι, φυσικά.

«Ούτε να το σκέφτεσαι».
«Το παιδί σου…»
«Μου είχες πει πως έπαιρνες προφυλάξεις. Με εξαπάτησες. Ούτε να το σκέφτεσαι».

Ήξερε. Το περίμενε. Γι’ αυτό όταν άκουσε την πόρτα πίσω του να ανοίγει ξανά, κι άκουσε ήχους από τακούνια, πολυάριθμα τακούνια, κι η μυρωδιά μέσα στην κρύα αίθουσα άρχισε να γίνεται σταδιακά πνιγηρή, από βαριά αρώματα [και αίμα], δεν ένιωσε καμία έκπληξη. Περίμενε στη θέση του, έως ότου τον περικύκλωσαν.

Ήταν μια όμορφη γυναίκα που άρχισε να μιλά. Άψογα μακιγιαρισμένη, με πρόσωπο καθαρό και μάτια διαπεραστικά.

«Φαίνονται τόσες οι επιλογές, όταν είσαι νέος. Καριέρα, οικογένεια, αυτονομία, συντροφικότητα. Αρχικά τα θες όλα μαζί. Στο τέλος βολεύεσαι με αυτό που δημιουργείς στο μυαλό σου. Αν έχεις φαντασία, δηλαδή. Αλλιώς, με το τίποτα.

Στο Club 36 προσπαθήσαμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε στα βασικά. Συνέλαβα την ιδέα για τη δημιουργία του κλαμπ την ημέρα των 36ων γενεθλίων μου. Ναι, μου αρέσει να δημιουργώ συμβολισμούς. Κι όλες εδώ στο κλαμπ είμαστε άνω των τριάντα …πέντε.

Είμαστε πετυχημένες γυναίκες με την επικρατούσα έννοια. Μας βλέπει κανείς και μας φοβάται. Η ξυπνάμε το ένστικτο του σαδιστή. Τόσο αυτάρκεις, τόσο απελευθερωμένες. Και θέλει να μας υποτάξει.

Αυτό ακριβώς θέλουμε κι εμείς.

Κάποιες το πέτυχαν αυτό. Ξέρεις, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Και διαγράφτηκαν από το κλαμπ. Αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία ξέρεις. Δεν υπάρχει φόβος να ζημιωθούμε απ΄τις συνδρομές - τα νέα μέλη καταφθάνουν με καλπάζοντες ρυθμούς. Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη να ήξερα κάποτε πως δε θα υπήρχε ούτε μία από μας. Φιλοδοξία μου κάποτε να κλείσει το κατάστημα, να κρεμάσω ένα πανώ «Πωλείται» και να αποσυρθώ στην εξοχή με την οικογένεια που εύχομαι κάποτε να αποκτήσω.

Στην πραγματικότητα, ο σκοπός του κλαμπ είναι πιο ταπεινός και στο πλαίσιο του εφικτού. Είναι απλά η μητρότητα για τις γυναίκες του περιθωρίου. Ναι, εμάς ακριβώς εννοώ. Ξέρεις, ο άντρας ο σωστός είναι λαχείο. Το παιδί, από την άλλη, δε σε εγκαταλείπει ποτέ. Και μετά από τα τριάντα πέντε στενεύουν τα περιθώρια. Έτσι φτιάξαμε αυτόν τον ευχάριστο χώρο, να μαζευόμαστε και να προσεγγίζουμε νέους υγιείς σπερμοδότες.

Αρχίζεις και καταλαβαίνεις;"

Ηταν παραπάνω από σαφές.

"Κάποιες είναι ολιγαρκείς. Είναι τα μέλη μας που πλησιάζουν νέους σαν εσένα, τρυγάν και φεύγουν. Και οι δότες δεν το μαθαίνουν ποτέ. Κάτι τέτοιο θα είχε επιπλοκές, όπως φαντάζεσαι.
Είναι κι άλλα μέλη μας με παράλογες απαιτήσεις. Όπως η Αλίκη μας, αυτή που σε συντρόφεψε τους τελευταίους μήνες. Η Αλίκη λοιπόν, δεν ήθελε μόνο το παιδί σου. Ήθελε κι εσένα. Κανονικά θα έπρεπε να τιμωρηθεί υποδειγματικά για την πλεονεξία της. Αλλά κάτι τέτοιες μικρές παρασπονδίες, είναι που μας βγάζουν από τη ρουτίνα μας. Μας προσφέρουν ένα είδος ψυχαγωγίας, καταλαβαίνεις μάλλον ήδη τι εννοώ».

Είχε καταλάβει, ναι. Είχαν βγάλει λοστούς, μαχαίρια και σχοινιά και ο κλοιός στένευε.

«Ουσιαστικά δεν έχουμε κι άλλη επιλογή, γιατί τώρα γνωρίζεις. Όπως έμαθε κι ο φίλος σου ο Τάκης. Φαινόταν τόσο ερωτευμένος με τη Μαίρη, κι όμως η αντίδρασή του στο θέμα του παιδιού ήταν όμοια σχεδόν με τη δική σου. Η καημένη η Μαίρη έπεσε απ΄τα σύννεφα. Επέμενε να τον αναλάβει προσωπικά. Το παρατράβηξε βέβαια και μετά η καθαρίστρια διαμαρτυρόταν, δε βγαίνουν κι εύκολα τα αίματα, ειδικά όταν ολόκληρη η αίθουσα θυμίζει σφαγείο…αλλά είναι κάποια πράγματα τα οποία τελικά δικαιούται κανείς. Δε συμφωνείς;»

«Μας παγιδέψατε εξαρχής. Και μιλάτε για δικαιοσύνη;»

«Στην πραγματικότητα όχι, νεαρέ. Η ζωή είναι άδικη. Για όλους μας».

Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε.