Nov 27, 2016

Ο ασυγχώρητος





Καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε βαθιά εισπνοή και πήγε στο μπάνιο. Η εικόνα του στον καθρέφτη του μπάνιου ήταν γεμάτη μαύρα στίγματα, σαν τηλεόραση που χάλασε, άφησε το τσιγάρο του στην εταζέρα από κάτω. Χρειαζόταν ξύρισμα, μα δεν ξυρίστηκε.

Κάθε φορά που έμπαινε στο πίσω δωμάτιο, εκεί που θα ζύμωνε και θα φούρνιζε το ψωμί μέχρι τις εξήμισι, ένιωθε βασιλιάς. Εκεί μέσα είχε τα πάντα. Περιοδικά, ένα στρώμα για να ξεκουράζεται κάθε που τον έπιανε η μέση του, και, κυρίως, βότκα που φύλαγε στην κατάψυξη του μικρού ψυγείου. Η βότκα κατευθείαν απ΄την κατάψυξη κατέβαινε στο λαρύγγι σα λάδι, σα βάλσαμο που έκαιγε όλες τις πληγές.

Τη βότκα την είχε μάθει από τον Τοντόρ. Εκείνος έφερνε, δυο και τρία μπουκάλια, κάθε που γύριζε από τις επισκέψεις στη μαμά του που έμενε στη Φιλιππούπολη. Κι όχι μόνο αυτά. Έφερνε και διάφορα μπιχλιμπίδια, κουλουράκια σε τάπερ και σε αλουμινόχαρτα, τη μυρωδιά του σπιτιού του στη χώρα που του δινε ψωμί. Όταν δούλευε ο Τοντόρ στο φούρνο, το τρίωρο στο πίσω δωμάτιο περνούσε γελαστά και τότε, θυμάται, η μέση του δεν τον πονούσε.

Μόνος πια, ζυμώνει το ψωμί με χέρια νοτισμένα από τη βότκα κι αναρωτιέται αν η νοστιμιά του ψωμιού οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη μικρή, μα καθοριστική γευστική παρέμβαση και, προχωρώντας τη σκέψη του, αναρωτιέται αν η δύναμη της επίγευσης του οινοπνεύματος οφείλεται στον πόνο καρδιάς που συμπυκνώνει.

Παλιότερα δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει κανέναν πόνο. Όλα μέσα του υπάγονταν σε έναν αυτόματο ευεργετικό μηχανισμό που του επέτρεπε να ζει την κάθε του μέρα αναίμακτα. Ξεχνούσε ή συγχωρούσε, και προχωρούσε καθαρός σαν παιδί.

Κάποια στιγμή όμως όλα άλλαξαν.

Σταματά το φούρνισμα και στήνει αυτί. Ακούει ένα γρατζούνισμα στον τοίχο, τον αρουραίο που πήρε τη θέση του Τοντόρ. Παίρνει από χάμω την παντόφλα του και την εκσφενδονίζει στο ζωντανό, ξερνώντας ένα «αι στο διάολο» . Φυσικά και αστοχεί, είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός στο να αστοχήσει, μόνο ο αρουραίος του ‘χει απομείνει από τότε που ο Τοντόρ του έκανε τη μαλακία και πρέπει να τον προσέχει σαν τα μάτια του.

Όταν ο Τοντόρ του έκανε τη μαλακία την πρώτη φορά, εκείνος είχε δείξει μεγαλοθυμία, είχε βάλει σε λειτουργία τον ευεργετικό μηχανισμό της συγχώρεσης και της λησμονιάς. Τη δεύτερη φορά που του έκανε τη μαλακία, ο Τοντόρ πήρε πόδι. Κανείς δεν έμαθε πως και γιατί.

Γιατί; Σάμπως ο ίδιος ξέρει; Γιατί κάποια πράγματα είναι σημαντικά. Η τιμή, η αξιοπρέπεια. Το μαγαζί. Όλα όσα διακυβεύονται. Γιατί έτσι. Περιμένει τον υποβολέα, το Άγιο Πνεύμα, να του πει το γιατί.

Η βότκα είναι ο ενδιάμεσος για να εμφανιστεί το Πνεύμα, ωσότου όμως εκείνο εδεήσει να τον ανακουφίσει από το βάρος του, εκείνος θα έχει αποκτήσει μια ωραιότατη κίρρωση του ήπατος και τότε θα συγχωρεθεί μια και καλή.

Γιατί για τον Τοντόρ δεν έχει καμία αμφιβολία. Τον βλέπει συχνά στον ύπνο του, να καβαλάει τα σύννεφα σαν τον Τζέημς Ντην. Και ξυπνά γνωρίζοντας πως ο νεαρός Βούλγαρος, το απολωλώς πρόβατο, έχει συγχωρεθεί από θεούς κι ανθρώπους και συνεχίζει τα ταξίδια του. Η αμαρτία είναι προϋπόθεση για τη συγχώρεση. Εκείνος όμως δεν είχε τα κότσια ν΄αμαρτήσει.

Τώρα θα ήθελε ο Τοντόρ να ήταν παντρεμένος. Να τη στήσει στη γυναίκα του ένα βράδυ και να της εξηγήσει τ΄όνειρο. Θα ήθελε να είχε τον Τοντόρ μπροστά του, να του σπάσει όλα τα δόντια. Τώρα ξέρει πως ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο μόνος αληθινός θεός, γιατί για να συναντήσεις κάποιον στη γη πρέπει να πέσεις στο επίπεδό του, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, πρέπει η φιλία να αγιάζεται με αίμα. Αλλά ήρθε ο Χριστός, ο εξυπνάκιας, αυτό το κωλόπαιδο, να μπει στο μάτι του πατέρα του με θεωρίες περί αγάπης και μεγαλοθυμίας. Να γίνεσαι θεός στη θέση του Θεού. Και, μετά, θα συγχωρεθείς από ποιόν;

Κάθε φορά που κατεβαίνει στο πίσω δωμάτιο, εκεί που ξαπλώνει στο στρώμα και ξεφυλλίζει τα περιοδικά του, εκεί που κυνηγά τον αρουραίο και σερβίρει τον εαυτό του βότκα από την κατάψυξη, νιώθει λίγο ζωντανός νεκρός. Και περιμένει. Περιμένει αυτόν ή αυτό που θα τον κάνει επιτέλους να αναπαυθεί.

May 13, 2015

Κυκλοφορία προσωπικής συλλογής "Η απόρριψη"




Έχω τη χαρά ν΄ανακοινώσω ότι από την περασμένη εβδομάδα κυκλοφορεί συλλογή μου με διηγήματα με τίτλο «Η Απόρριψη». Τα διηγήματα συμπεριλαμβάνονται στο παρόν blog – πλην δυο, ένα εκ των οποίων είναι ανέκδοτο, το ομώνυμο της συλλογής,  κι ένα ακόμη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα http://www.bonsaistories.gr/, το «Χωρίς Φόβο».

Υπάρχουν – ελάχιστα - διηγήματα που γράφτηκαν κατά τη χρυσή εποχή των blogs. Τα περισσότερα είναι μεταγενέστερα, αντικατοπτρίζουν αλλαγή ζωής και ματιάς και συμπέφτουν χρονικά με την παρακμή των blogs και τη μετάβαση των αυτοεκδιδόμενων ηλεκτρονικά συγγραφέων στο facebook, με όλα τα θετικά ή αρνητικά παρελκόμενα. Το εγχείρημα αυτό φιλοδοξεί, πέρα από το να γνωστοποιήσει το έργο μου στους λάτρεις του εντύπου, να προωθήσει την αυτοδιάθεση: τη δυνατότητα που έχουν οι συγγραφείς, ανεξαρτήτως από τις κλασσικές εκδόσεις μέσω εκδοτικών οίκων, να πραγματοποιούν τα όνειρά τους με αξιοπρέπεια και να κάνουν τη φωνή τους ν΄ακουστεί.

Πρόκειται λοιπόν για αυτοέκδοση. Σημαντικό οικονομικό βοήθημα είχα από φίλους και γνωστούς, ιδιώτες, κάποιους απολύτως άσχετους με το χώρο. Το εγχείρημα έχουν ήδη αγκαλιάσει φίλοι, άνθρωποι που ήξερα στο παρελθόν και τους οποίους είχαμε να βρεθούμε χρόνια, που βρεθήκαμε μέσω του facebook, και, φυσικά, συμπορευτές bloggers. Νιώθω τυχερή. Νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια γιορτή αγάπης κι εμπιστοσύνης.

Το βιβλίο παρήγαγαν οι Γραφικές Τέχνες ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ που κάποιοι θα γνωρίζουν από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ κι ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, μεταξύ άλλων. Η κα Αννα Κατσουλάκη έδωσε μια μοντέρνα, αφαιρετική όψη στο βιβλίο που ήδη αγαπήθηκε και η κα Νέλλη Ιωάννου έκανε την ηλεκτρονική επεξεργασία. Τις ευχαριστώ ιδιαίτερα μαζί με τον κ. Μιχάλη Αγγελόπουλο, υπεύθυνο της εταιρίας.

Το βιβλίο διατίθεται στα εξής φυσικά βιβλιοπωλεία:


στο «Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο», Θεμιστοκλέους 37, 106 83 Αθήνα, Τηλ: 210 3802644

και

στην Αλυσίδα Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ, με Καταστήματα στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη,

Επίσης στα κάτωθι e-bookshops:

http://www.psarasbooks.gr/
http://www.bibliohora.gr



και η κατάσταση με τα σημεία διάθεσης συνεχώς θα εμπλουτίζεται.



Dec 27, 2014

Η αλήθεια βρίσκεται στον πάκμαν


Στέκομαι πίσω από τη μεσοτοιχία και χαζεύω. Τα πνευστά και τα κρουστά της μπάντας του Δήμου αντηχούν στα στενοσόκακα πέρα από τη σκονισμένη λεωφόρο. Κάποιοι που γνωρίζω περνούν μπροστά από τη σπίτι μου και με χαιρετούν με το κεφάλι. Του Αγίου Σπυρίδωνα σήμερα.

Στέλνω το βλέμμα μου στο απέναντι μπαλκόνι και μου το επιστρέφω: θέλω βάψιμο, η άσπρη ρίζα έχει βγει ξανά στο μαύρο. Έχω αδυνατίσει κι άλλο, η ρόμπα πλέει πάνω μου. Τρώω τα νύχια μου και σταματάω, άμα το συνειδητοποιώ. Κάποιος μαγειρεύει κουνέλι κοκκινιστό. Να περάσει άραγε η μπάντα κι από δω;

Το πρόσωπό μου έχει τη μακάρια ή ηλίθια έκφραση όλων των ηλικιωμένων γυναικών που έβλεπα και βλέπω στα παραθύρια της γειτονιάς μου. Μόλις σκέφτηκα για τον εαυτό μου ότι είναι ηλικιωμένος. Αυτό είναι καινούργιο. Έβαλα τον εαυτό μου μέσα στο μπουλούκι των γυναικών που έζησαν όλη τους τη ζωή εδώ, εδώ που τις έριξαν και τις ξέχασαν, άγκυρες κάθε λογής τραγωδιών. Άντρες ναυτικοί. Παιδιά χαμένα από μηνιγγίτιδα. Μιζέρια χειρότερη από φτώχεια. Αγάπες χαμένες, για κείνες που γνώρισαν τέτοιες πολυτέλειες. Αναμνήσεις πήζουν τον αέρα σαν το μαύρο σύννεφο που αμολά το εργοστάσιο καπνού.

Μένω σε μια συνοικία, προάστιο του Πειραιά. Μια από τις τόσες που απαρτίζονται από Σούλες, Κούλες και Λίτσες. Σε μια τέτοια γειτονιά, η μάνα μου με ονόμασε Γιολάντα.

Αυτό το όνομα το εξωτικό καθόρισε την τύχη μου, θα λεγα κάποτε. Τότε που δεν είχα ακόμα καταλάβει πως την τύχη μας την καθορίζουμε εμείς. Το όνομά μου και η κυρία Ειρήνη. Η κυρία Ειρήνη ήταν η δασκάλα μου στο δημοτικό κι έβλεπε πάνω μου μεγάλα χαρίσματα και σπάνια ταλέντα. Τα βλεπα κι εγώ μα δεν το έλεγα παραέξω. Εκείνη όμως πήγε κι έπιασε τη μάνα μου και της είπε για το χέρι μου και τα σκίτσα μου και το μαθηματικό μυαλό μου κι ότι θα γινόμουν σπουδαία, μάλλον αρχιτεκτόνισσα, μόνο που ήμουν ταπεινή και δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και να με προσέξει εκείνη, η μάνα μου, μην πάω στράφι. Κι έλεγε, έλεγε της γυναικούλας, κι ό,τι αμφιβολία είχε ποτέ η μάνα μου ότι ήμουν κάτι σπάνιο κι εξαιρετικό εξαφανίστηκε μεμιάς.

Όταν πέθανε πέρσι η μάνα μου βρήκα στο πατάρι της τις παιδικές ζωγραφιές μου με την κορνίζα τους ακόμα. Κορνίζαρε τις ζωγραφιές και τις κρεμούσε στο σαλόνι, να τις θαυμάζουν οι μουσαφίρηδες. Και με έβαζε να τους λέω την προπαίδεια που την ήξερα φαρσί. Δεν είχα καμία όρεξη, αλλά δεν της χαλούσα το χατίρι.

Όλα έρχονταν ουσιαστικά να επιβεβαιώσουν το προαίσθημα της μάνας μου από τότε που είδε στο σβέρκο μου, στο μαιευτήριο ακόμα, το κόκκινο σημάδι. «Σημάδι Θεού», συνήθιζε να λέει.

Τέτοιο κόκκινο σημάδι είχε στο σβέρκο και ο Σπύρος, ο πρώτος μου γιος που σήμερα γιορτάζει. Πρώτος για δυο λεπτά, δηλαδή, αφού ο άλλος ακολουθούσε κατά πόδας. Ο γιατρός όμως δεν είπε για σημάδι Θεού, είπε για αιμαγγείωμα που σιγά σιγά θα έφευγε. Και, φαντάσου, ήθελα κι εγώ τόσο πολύ να πιστέψω πως το παιδί μου θα ήταν ξεχωριστό. Οι μεγάλες προσδοκίες περνούν από γενιά σε γενιά σα σκυτάλη ή σαν κατάρα. Oπως το βλέπει κανείς.

Στα δεκαπέντε είχα γίνει διάσημη. Στα φρουτάδικα, όπου έπαιζα πάκμαν κι έφτανα στο διηνεκές. Χέρι κι αντανακλαστικά, όχι αστεία. Ένιωθα τα πιτσιρίκια που τους έτρεχε η μύξα να μαζεύονται γύρω μου και να χαζεύουν, πώς έχαφτε ο πάκμαν τα φρουτάκια, πώς ξέφευγε από τα φαντάσματα, πώς έτρωγε τις πίστες μία μία. Μετά τα μεγαλύτερα παιδιά, «καλούλα είναι μωρέ» έλεγαν συγκαταβατικά, αλλά κάθε φορά ο καπνός απ΄τα τσιγάρα τους με φλόμωνε, έτσι που με κύκλωναν ασφυκτικά. Η μόνη φορά που έχασα πίστα, ήταν τότε που έπιασα τον Σάκη να με κοζάρει.

Όταν με πλάκωνε κάτω από το βάρος του, στην καρότσα που μύριζε κρεμμυδίλα και πατατόχωμα, γιατί ο Σάκης ήταν είκοσι και βοηθούσε τον μπαμπά του στη λαϊκή, γινόμουν ξανά το κορίτσι του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου ήταν απλός άνθρωπος, δε με φόρτωνε με υψηλές φιλοδοξίες σαν τις άλλες. Οι μόνες του απαιτήσεις ήταν να είμαι καλό παιδί και να ολοκληρώνω ό,τι αρχίζω, είτε ήταν φαγητό, είτε διάβασμα. Ε, ολοκλήρωνα κι εγώ.

Δεκάξι προς δεκαεφτά λοιπόν, να μαι στην εκκλησιά με νυφικό κι έγκυος σε δίδυμα. Αν το θελα. Φυσικά και το θελα! Είχα φτάσει όπου ήταν να φτάσω. Στην αγάπη του Σάκη έβλεπα το αποκορύφωμα της ευτυχίας μου. Επιπλέον ήμουν το πρότυπο της κοπέλας της γειτονιάς, απολυτήριο λυκείου κι αμέσως παντρειά, αν κι απολυτήριο δεν πήρα ποτέ, και όλοι συμφωνούσαν πως ήμουν κομμάτι μικρή, αλλά δε βαριέσαι, αφού ήταν το τυχερό.

Στην αλήθεια αυτή υπήρχε και η άλλη πλευρά, η οποία ήταν επίσης αλήθεια: ότι ήμουν πολύ μικρή και δε μπορούσα να έχω όραμα και προοπτική. Ότι ο πατέρας μου με έδωσε λάχου λάχου στον πρώτο τυχόντα. Ότι αν η μάνα μου έκανε τα δικά της κουμάντα στα λεφτά και με είχε στείλει στο γιατρό για έκτρωση, η ιστορία μου θα ήταν διαφορετική. Καλύτερη ή χειρότερη, δεν ξέρω. Πάντως διαφορετική. Και καθώς τη θυμάμαι τη μάνα μου να κλαίει πίσω από τις κουρτίνες, αφού μας ευχήθηκαν «να ζήσετε» και μας ξεπροβόδισαν, να φύγω, να πάω σύζυγος στο σπίτι του αντρός μου, κάνω τα σταυρό μου και με τα δυο τα χέρια και δοξάζω κάθε μέρα το Θεό που εμένα δε μου έδωσε κορίτσια.

Ο Σάκης γνώρισε και τις δύο πλευρές της αλήθειας, ανάλογα τα φεγγάρια μας, τα δώδεκα χρόνια που περάσαμε μαζί, πριν με παρατήσει αμανάτι, με τα δυο παιδιά, και πάει να μείνει με κάποια άλλη. Βέβαια εγώ μένω ακόμα στο σπίτι του και για διαζύγιο ούτε λόγος, αν και τα παιδιά κοντεύουν να τριανταρήσουν. Έχω λοιπόν ακόμη το όνομά του και αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος ακόμα με χαιρετά, παρά τα άλλα.  

Επίσης ο Σάκης είναι ο μόνος που παίρνει ακόμα τηλέφωνο. Κατά προτίμηση Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή ξημερώματα να μου κόβει τον ύπνο. Η ερώτηση είναι ίδια κι απαράλλακτη: θα έρθει ο προκομμένος – αυτός είναι ο δεύτερος γιος μας – να τον βοηθήσει με τον πάγκο ή να πάρει τον Αλβανό; Η απάντησή μου επίσης ίδια κι απαράλλακτη «Και πού θες να ξέρω;», αλλά εκείνος δεν πτοείται, κάθε εβδομάδα το ίδιο βιολί, να με ταράζει και να με ανακουφίζει, όταν βλέπω στην αναγνώριση το όνομα του Σάκη, ξέρω πως όλα θα παν καλά και πως, όταν πεθάνω, κάποιος θα με ψάξει και θα με ανακαλύψει γρήγορα.

Εγώ δεν παίρνω τηλέφωνο κανέναν. Όχι γιατί είμαι ακατάδεκτη, αλλά γιατί δεν έχω ποτέ μονάδες. Κάθε μέρα τρώω πατάτες τηγανιτές και ό,τι με κερνά ο Ευτύχης τα βράδια. Συνήθως πάμε στον Καράμπαμπα για σουβλάκι. Μετά μου πιάνει τον κώλο. Δεν τον μπάζω στο σπίτι, να μη λέει ο κόσμος, το κάνουμε μέσα στο αυτοκίνητο, σαν τα μαθητούδια. Ευτυχώς είμαι αδύνατη και ευέλικτη. Μετά φεύγει και πάει στη γυναίκα του.

Στέκομαι πίσω από τη μεσοτοιχία, τα πνευστά και τα κρουστά έχουν σιγήσει, ρεμβάζω και αναλογίζομαι τη ζωή μου, χωρίς άγχος, σύμμαχος με τον χρόνο. Είχα κάποτε λίγο άγχος, τότε που έμεινα μόνη μου, με δυο μικρά παιδιά κι έβλεπα να ανοίγονται μπροστά μου οι δρόμοι της Αρετής και της Κακίας, καταπώς λέει ο μύθος, κι εγώ διάλεξα τον δεύτερο. Για χάρη της μάνας μου και της κυρίας Ειρήνης. Εγώ δε θα γινόμουν μεγάλη αρχιτεκτόνισσα ή ξέρω γω, αλλά δε θα πήγαινα και να ξενοδουλέψω, να κόβω τυριά στο σούπερ μάρκετ, να συντηρώ οικογένεια. Την υπόλοιπη ζωή μου θα με συντηρούσαν οι άντρες.

Ξεφυσάω τον καπνό απ΄το στριφτό. Μου το χει πάρει ο Σπύρος μου το μηχανάκι που στρίβουν το τσιγάρο.  Είναι χαρά Θεού αυτό το παιδί, μηχανικός αυτοκινήτων, αρραβωνιασμένος, που με λατρεύει και όλο μου φέρνει μπιχλιμπίδια.

Έρχεται καμιά φορά κι ο άλλος ο γιος μου να με δει. Ο «προκομμένος». Που μου ρίχνει βλέμματα εχθρικά σα να φταίω εγώ για όλα. Για το ότι ο πατέρας του έφυγε, για τους γκόμενους, για τις τηγανιτές πατάτες, για το καζανάκι που πλημμύριζε την παιδική του ηλικία. Για τα χαλασμένα ηλεκτρικά, για τις μονάδες που δεν είχα ποτέ στο κινητό. Για το ότι εκείνος δεν είχε κόκκινο σημάδι στο σβέρκο, για το ότι έχει γίνει κλέφτης κι απατεώνας και είναι ένα βήμα πριν απ΄τη μπουζού.

Αυτά σκέφτομαι κι άντε εγώ να βγάλω συμπέρασμα για τη ζωή μου, τα σημάδια, να βάλω τις αλήθειες μου να αναμετρηθούν.  Είτε δεν υπάρχει καν συμπέρασμα, είτε εγώ  βαριέμαι να το ανακαλύψω, όπως βαριόμουν πάντοτε και τα υπόλοιπα. Εκτός από τον πάκμαν. Τη μεγάλη μου στιγμή και την εκκίνηση της αντίστροφης πορείας.

Θα βγάλω ένα συμπέρασμα πρόχειρο και συμβιβαστικό: αυτά που λεν για τα σημάδια είναι αλήθεια. Αλλά ο άνθρωπος γίνεται μεγάλος μόνο για τον εαυτό του. Και δε θέλει πολλά: ένα παιδί να τον προσέχει, έναν πρώην να τον νοιάζεται μην και ξαφνικά πεθάνει, έναν καλό σύντροφο και τους γείτονες να τον χαιρετούν. Και όλα τα άσχημα για να τον κρατούν ταπεινό και δεμένο στη γη. Μην ανεβαίνει πίστες και ζαλίζεται και μετά πέφτει και γκρεμοτσακίζεται.


Γκέγκε;

Nov 27, 2014

Με παρέα στο σούπερ μάρκετ

Η παρουσία τους μου γίνεται αντιληπτή μόνο στο σούπερ-μάρκετ. Είναι απορίας άξιον, πώς τύποι του σιναφιού τους μπορούν και συχνάζουν σε τέτοια μέρη. Είναι απίστευτο το ότι επιλέγουν να μου εμφανιστούν μέσα σε τόσο κόσμο, ανάμεσα στα τυριά και στα σαλάμια και τις κατεψυγμένες πίτες.

«Μην πάρεις αυτό το ψωμί. Είναι γεμάτο ζάχαρη. Προτίμησε το πολύσπορο του φούρνου», μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Κρίτων που ήταν ειδήμων στην υγιεινή διατροφή.

«Σίγουρα έχεις κι άλλη χλωρίνη στο ντουλάπι. Μη σου πω πως έχεις δύο. Αλλά πού να θυμάσαι, που καθαρίζεις το σπίτι σου μια φορά τον χρόνο», τσιρίζει η κυρά-Μαρίκα.

«Δεν ξέρεις να κάνεις οικονομία», λέει ο μπαμπάς μου. «Κι αυτό το βιολί, να ‘ρχεσαι συνέχεια μόνη για ψώνια, να κουβαλάς τόσα πράγματα. Πότε θα βρεις έναν άνθρωπο να μοιράζεστε τα βάρη» κ.λπ κ.λπ.

Στις παραινέσεις αυτές συνήθως απαντώ με «Χμμ» ή «σσς» ή «σκάσε» ψιθυριστό για να μη δίνω στόχο. Πολλές φορές όμως παρεκτρέπομαι και βρίζω δυνατά. «Κι από καημό πεθαίνει ο άνθρωπος, όχι μόνο απ΄τη ζάχαρη, εσύ θα πρεπε να το ξέρεις». Αυτό πάει στον Κρίτωνα. Η «διάολε –  επιφωνηματικό, όχι απευθυνόμενο συγκεκριμένα - δε σκοπεύεις ποτέ να με αφήσεις σε ησυχία; Θα βρω τον άνθρωπο όταν γουστάρω» κ.λπ κ.λπ. Η κυρά-Μαρίκα πάντα τη γλιτώνει, γιατί σέβομαι την ηλικία της.

Το ότι οι γύρω με κοιτάζουν περίεργα έχει πάψει πια να με ενοχλεί. Το 'χω συνηθίσει να με κοιτάζουν περίεργα από τότε που σταμάτησα να κρύβω τον πόνο μου και τον φοράω με περηφάνια στο μέτωπο. Είχα αποφασίσει να τον ελευθερώσω, στην αρχή. Αυτός όμως μου έγινε αχώριστος σύντροφος, λίγο ενοχλητικός στην αρχή, με την ακραία προσήλωσή του, μετά πιο διακριτικός, τόσο που καμιά φορά τον ψάχνω, αν είναι ακόμα εκεί ή αν την έκανε, τελικά.

Όπως και να το δει κανείς, δε νιώθω ποτέ μοναξιά μέσα σε αυτή την κουστωδία. Τον πόνο μου και τα φαντάσματά μου. Για την ακρίβεια, νιώθω τυχερή κι ευλογημένη. Τόσο που δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι έχω κάνει για να αξίζω μια τέτοια ευτυχία.


Nov 10, 2014

Τρεις αστροναύτες

Βρίσκομαι στο κενό κάτω από τον πάγκο της ταμειακής.

Τα πρώτα πρωινά με ξυπνούσαν τακούνια. Αγχωμένα, στην αρχή, βιαστικά, μετά την τυρόπιτα, να προλάβουν το λεωφορείο. Διστακτικά, καθώς οι κάτοχοί τους αντίκριζαν την ταμπέλα. Κάποιοι δοκίμαζαν να ανοίξουν την τζαμένια πόρτα με τον ώμο. Στο τέλος πείθονταν. Και τα τακούνια έσβηναν στον ρυθμό της νεκρώσιμης πομπής: «Κρίμα…», «το ‘κλεισε κι αυτός».

Αν ήξερα ότι θα μαζευόταν τόσος κόσμος μετά θάνατον, θα είχα βάλει νωρίτερα λουκέτο. Στα ψέματα, για κανα τριήμερο. Κι όταν το πλήθος των βαρυπενθούντων θα άρχιζε να αραιώνει, τότε θα γυρνούσα την ταμπέλα στο «Ανοικτό». «Νεκροφάνεια, ήτανε παιδιά, έγινε λάθος!

Δε θα μπορούσα όμως ποτέ εγώ να κάνω τέτοια καραγκιοζιλίκια. Υπήρξα αξιοσέβαστος επιχειρηματίας. Μπήκα σε πολλών το μάτι.

Αυτό ήταν που η Βίκυ δε μπόρεσε ποτέ να καταλάβει. Η Βίκυ, η πρώην μου. Τα είχαμε δυο χρόνια. Έγινε «πρώην» πριν από δυο εβδομάδες. Τότε που έκλεισα το μαγαζί.

Μια μέρα σαν κι αυτή ήταν. Ήρθα να ανοίξω τον φούρνο, πρωί. Τους είχα διώξει όλους, έναν έναν, τους είχα αποζημιώσει. Ήρθα να μαζέψω. Έβγαλα τα κλειδιά, ξεκλείδωσα. Μπήκα μέσα. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Και ξανακλείδωσα.

Δεν το είχα προσχεδιάσει. Είπα, απλώς, να κάτσω λίγο. Δεν άντεχα να μαζέψω. Δεν άντεχα να κάνω τίποτα.

Το μαγαζί μύριζε ωραία κλειστό. Είχε όλες τις μυρωδιές συμπυκνωμένες, ζεσταινόμουν. Είπα, θα σκεφτώ.

Η Βίκυ έσπασε τα τηλέφωνα. Δε σήκωνα το κινητό. Και μετά μηνύματα: «Πού είσαι; Ανησυχώ». Τα κλασσικά. Και μετά ήρθε, αυτοπροσώπως. Δηλαδή δεν είδα πρόσωπο, μόνο πόδια. Καθόμουν πάλι εδώ, στο κενό, κάτω από τον πάγκο της ταμειακής και είδα τις γάμπες της. Γάμπες λεπτές κι ολίγον νευρικές. Μου ήρθε να πεταχτώ απ΄την κρυψώνα μου, τελευταία όμως στιγμή πρυτάνευσε το άλλο. Κι έμεινα στη θέση μου. Κι έκλεισα και το κινητό.


Τώρα λοιπόν, όταν θέλω κάπως να σκοτώσω τον χρόνο μου, έχω να διαβάζω είκοσι τέσσερα εισερχόμενα μηνύματα:

«Μωρό μου σ΄αγαπάω. Άσε με να σε βοηθήσω».

Δύο χρόνια ήμασταν μαζί και δεν κατάλαβε τίποτα. Η μάλλον θα το θελε πολύ. Να ‘μαι από κείνους τους τύπους. Τους ανυπεράσπιστους, που προσφεύγουν με ευγνωμοσύνη στη γυναικεία αγκαλιά. Ξέρουν αυτές. Να προσφέρουν ώμο και «ανιδιοτέλεια», να σου βγάζουν τα δόντια με χειρουργική τανάλια. Κι όταν πλέον είσαι έκθετος, να σε ξεκοκαλίζουν με την ησυχία τους και στο τέλος να σε πετάνε στα σκουπίδια.

"Δεν με εμπιστεύτηκες ποτέ".

«Τόσο λίγα λοιπόν σήμαινα για σένα; Πώς μπορώ πια να ξέρω αν με αγάπησες πραγματικά;”

Αυτό το «πραγματικά» με τρελαίνει. Σε αγάπησα Βίκυ «πραγματικά». Αλλά τότε ήμουν ο Κώστας. Δεν είχα περάσει τη τζαμένια πόρτα, δεν την είχα κλειδώσει πίσω μου. Τώρα ξεπέρασα το όριο. Τώρα έγινα ο άλλος.

Ο Κώστας ήξερε να εκτιμά τα όμορφα πράγματα της ζωής. Ήταν ζωντανός. Ο άλλος αποδείχτηκε ολιγαρκής. Αγρίμι. Τρώει λίγο και καπνίζει πολύ.

Έφαγε κάποια από τα κουλουράκια που ξέμειναν. Και ψωμιά. Και σπανακόπιτες. Στην αρχή του φαίνονταν ικανοποιητικά. Πεινούσε. Αλλά μετά το στομάχι του προσαρμόστηκε στη λιγοφαγία ή με το πέρας της πείνας βελτιώθηκε το γευστικό του κριτήριο. Αυτά που έτρωγε ήταν για πέταμα. Δίκιο είχαν οι πελάτες του φούρνου που αραίωναν. Μάταια ο τρίτος προσπαθούσε να τον πείσει ότι τα φαγητά ήταν απλώς πολυκαιρισμένα κι ότι θα έπρεπε να τα πετάξει ούτως ή άλλως. Ο άλλος δεν άκουγε τίποτα. «Είναι για πέ-τα-μα».

Κάποτε υπήρξα ο Κώστας. Τώρα βλέπω τις διαφορετικές εκδόσεις του εαυτού μου να τσακώνονται. Τον άλλον και τον τρίτο. Κρατώ τον ανύπαρκτο πλέον Κώστα επίτιμο, ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη του «τρίτου». Έχει πλάκα ο θάνατος, αυτό για κάποιο λόγο, πάντα το πίστευα.

Ο Κώστας, ο επίτιμος. Ο άλλος, ο στυγνός. Ο τρίτος, ο αγνός. Οι τρεις μας βρισκόμαστε στο κενό.

Όταν ήμουν μικρός έβλεπα ταινίες και ντοκιμαντέρ με αστροναύτες. Νομίζω ότι για ένα διάστημα ήθελα κι εγώ να γίνω αστροναύτης. Είχα πάντα την απορία, τι θα γινόταν αν, από κάποιο λάθος, ο αστροναύτης έχανε την πρόσδεση στο διαστημόπλοιο κι εξοβελιζόταν στο κενό. Και κανείς δεν μπορούσε να τον περισώσει. Κι έπρεπε να περιπλανιέται στο διάστημα, ανάμεσα σε αστερισμούς μέχρι να πεθάνει από πείνα και δίψα και φόβο και δέος. Φυσικά η ενηλικίωση έφερε και τη γνώση, μάλλον θα πέθαινε σε μερικά δευτερόλεπτα από την έλλειψη πίεσης. Αλλά ακόμα προτιμώ την πρώτη εκδοχή, της περιπλάνησης, του αργού θανάτου.

Δεν κατάλαβα πόσο καιρό μου πήρε εμένα να πεθάνω. Πόσους μήνες που περίμενα μάταια να γίνει ένα θαύμα. Να έρχεται πελατεία, να μπαίνουν στο ταμείο λεφτά. Που ερχόμουν κι επέβλεπα. Όλα για το τίποτα.

Αν ήταν άλλος, ένας από αυτούς που η πρώην μου θα εκτιμούσε, θα το χε κλείσει νωρίτερα το μαγαζί. Θα ‘ταν κανα λαμόγιο, από αυτούς που αφήνουν κόσμο απλήρωτο, τους υπαλλήλους τους, και θα άφηνε το Βικάκι να προτάξει τα στήθη του στους δανειστές και στους τοκογλύφους και στους προμηθευτές και στους εξαγριωμένους συζύγους των απολυμένων. Τέτοιο ρόλο επωφθαλμιούσε η κυρία, αλλά διάλεξε τον λάθος παρτενέρ.

Στους δικούς μου είπα ότι πήγα ταξίδι στο εξωτερικό. Και μη με ψάξουν στο κινητό. «Θα πληρώνουμε τα κέρατά μας με το ρόουμινγκ». Το ‘χαψαν. Φαντάζομαι τον μπούλη, τον γραβατάκια, τον μισθοσυντήρητο αδελφό μου, να μονολογεί μέσα απ΄τα δόντια του «Μα πού τα βρίσκει τόσα λεφτά, να τα τρώει στα ταξίδια». Είναι από τους ανθρώπους που χαίρονται με την επιτυχία του άλλου, αυτό να λέγεται. Κι έκανε και τρία παιδιά. Για να τα κάνει κι αυτά σαν τα μούτρα του.  

Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω αν, πράγματι το ‘χαψαν ή αν τους βόλεψε να είμαι εξαφανισμένος. Αν με έθαψαν όλοι τους ήρεμα και διακριτικά, να με βγάλουν απ΄τη μέση. Ο τρίτος λυγίζει, ζητάει τη μαμά του με αναφιλητά. Ο άλλος κι ο επίτιμος τον καρπαζώνουν. Σκάσε ρε.

Το βουλώνει πάνω στην ώρα. Η Λίλη χτυπάει το τζάμι.

Ωραίο όνομα για πουτάνα, αξιοσέβαστο. Λίλη. Όχι Σβετλάνα, Λαρίσα ή Νατάλια. Λίλη, που θα μπορούσε να περάσει έως και για Παριζιάνα. Μας είδε απ΄τη τζαμένια πόρτα, μια νύχτα που έκανε πιάτσα έξω από το μαγαζί και κόντεψε να πάθει ανακοπή.

Κι από τότε, η Λίλη η Παριζιάνα η κεραμιδόγατα, γλιστρά μες στο σκοτάδι, μας φέρνει τσιγάρα στην απομόνωση και μας παίρνει και τους τρεις παρτούζα, αν και ο καπνός την ενοχλεί στο άσθμα. "Γκουχ γκουχ γκουχ, σβήστο το ρημάντι". 

"Λίλη, θες να το σκάσουμε μαζί; Σε μια καλύβα στην ακροθαλασσιά; Να ζούμε απ΄τα ψάρια; Να κάνουμε τέσσερα παιδιά; Να μπούμε στο μάτι ενός γραβατάκια που ξέρω;"


Oct 19, 2014

Η συνωμοσία του Αδη

Το ρολόι.

Η νοσοκόμα.

Η μπάλα του οξυγόνου πάνω απ΄το κρεβάτι του.

Ο καθρέφτης του μπάνιου.

Το πρόσωπό της, όλο γωνίες κι απαλότητα.

Ξανθά μαλλιά.

Όλα αρμονικά συντεθειμένα στον πίνακα της παλιάς ζωής που θα κλειδαμπαρώσει στη ντουλάπα του θαλάμου. Διότι είναι πλέον ζήτημα ωρών, ίσως και λεπτών.

Ο γέρος στο κρεβάτι του ήρεμος, το χέρι του άδειο. Πέρασε τρεις μέρες ανταριασμένος, το βλέμμα του να τρυπάει τον τοίχο όλο αγωνία, τα δόντια του να τρίζουν. Τώρα το πήρε απόφαση κι όλα βαίνουν την πορεία τους. Θα ήθελε να της χάριζε ένα μόνο βλέμμα. Ένα βλέμμα μεστό νοήματος, ένα νόημα συμπυκνωμένο σε μια λέξη, εκείνη που δεν πρόφερε ποτέ. Η λύσσα μέσα της παλεύει την προσμονή της δεύτερης ζωής της, μια ρυτίδα χαράζεται στο μέτωπό της. Τη διώχνει με το δάχτυλο. Από δω και στο εξής θα έχει μόνο άνοιξη και καλοκαίρι. Φως.

Το μπάνιο του θαλάμου έχει άπλετο φως, ώστε να μπορεί να περιεργάζεται τον εαυτό της στον καθρέφτη. Απορούσε τόσα χρόνια, πώς έμενε ίδια και απαράλλακτη, όμορφη και ποθητή, σαν την μέρα του γάμου τους. Ύστερα κατάλαβε. Από παντού την περιέκλειαν καθρέφτες. Καθρεφτάκια σε μπιζουτιέρες, καθρέφτες σε περίτεχνα πλαίσια. Αντικείμενα που καθρέφτιζαν, σκούρα φιμέ γυαλιά και τζάμια αλεξίσφαιρα. Μάτια υγρά και πρόθυμα, έχιδνες υποτακτικές κι αυτός στο θρόνο του, σε ρόλο μαέστρου και συντονιστή. Όταν κάθε λεπτό καθρεφτίζεσαι, η εικόνα σου παγώνει και δεν καταλαβαίνεις τα χρόνια που περνούν.

Όταν το καταλαβαίνεις είναι αργά.

Μα δεν μπορεί να του καταλογίσει παρά μόνο το ήμισυ. Καταπώς λένε, πάντα φταίνε και οι δύο. Εκείνος ήταν έμπειρος και μηχανορράφος, αυτή νέα, πολύ νέα. Κάθε ροδόσπορος που της πρόσφερε έκρυβε και μια έκπληξη: ταξίδια σε σαλέ και σε χιονισμένα τοπία. Παχιά χαλιά και λικέρ μπροστά σε τζάκια. Υποσχέσεις ευμάρειας και αιώνιας ομορφιάς. Δικαίωμα γενναιοψυχίας απέναντι σε λιγότερο τυχερούς. Ξένα παιδιά που μεγάλωναν κάπου εσώκλειστα και μετά έκαναν τη ζωή τους μακριά. Λησμονιά.

Κάπου κάπου, έβλεπε το όνειρο. Ήταν, λέει, πάνω σε μια γέφυρα και κάτω από τα πόδια της έσκαγαν τα νερά ενός καταρράκτη. Oι σταγόνες απ΄την πρόσκρουση της δρόσιζαν το πρόσωπο, κοίταζε τα αφρισμένα νερά και η φωνή στο κεφάλι της έλεγε «κάντο!», να πηδήξει μέσα στο νερό, αυτό εννοούσε, σα να επρόκειτο για χρέος. Εκείνη όμως αρχικά ήταν δύσπιστη, έπειτα φοβόταν. Δεν το αποτόλμησε ποτέ. Το ασυνείδητό της την προειδοποίησε όμως εκείνη αρκέστηκε σε μια χούφτα ροδόσπορους.

Τέλος πάντων. Ο γέγονε, γέγονε, που λένε. Έχει ακόμα το προσωπείο της και τα ξανθά μαλλιά της. Τις σερβιέτες της που τοποθετεί κάθε μήνα ευλαβικά, μήπως και, και που τις αφαιρεί λευκές και άσπιλες. Κι έχει ελπίδα. Την ελπίδα να δει τη ζωή της να διαγράφεται σε νέες στροφές, χέρσες κι απροσδόκητες, το υγρό, φαίνεται, δεν ήταν το στοιχείο της.

Και πού ξέρεις; Καλό είναι να μην έχει κανείς πολλές επιλογές. Τα πράγματα περιπλέκονται.

Εκείνη γριά ετοιμοθάνατη, με οικογένεια στο πλευρό της, αγαπημένους και Ιούδες, ή και τα δύο μαζί, να βρίζει και να κλαίει «Πανάθεμα τη ζωή που έζησα, πανάθεμά σας και εσάς», η επιλογή η ανθρώπινη.

Εκείνη γριά ετοιμοθάνατη με ευεργετημένους μιλιούνια στο πλευρό της, να κλαιν και να σπαράζουν για τη μεγάλη απώλεια, η επιλογή της αγιοσύνης.

Εκείνη γριά, πεσμένη απ΄τα σκαλοπάτια, ανάμεσα στα παρτέρια της, να παίρνει ευωδιές από λεβάντες, αυτό ναι, θα άξιζε τον κόπο!


Εκείνη, πλάι στον άρχοντα του κάτω κόσμου, πεθαμένη δίχως να το ξέρει. Ο ρόγχος πνίγει την τελευταία «συγνώμη» του. Μια αχτίδα φωτός έρχεται να την ξυπνήσει, σαν φιλί, εκείνος διυλίζεται σε στάχτη. «Τελείωσε», της ανακοινώνει η νοσοκόμα. Και είναι μόνο η αρχή.

Sep 16, 2014

Δέκα χρόνια μετά

Κάθε φορά που πέφτεις χάμω ψηλώνεις έναν πόντο, μου έλεγαν όταν ήμουν μικρή για να με παρηγορήσουν. Η για να με τρομάξουν. Φρόντιζα έκτοτε διόλου να μην πέφτω και τα πήγα, φαίνεται, καλά. Εδώ που με κουβάλησαν, δεν τους πιάνω καθόλου χώρο, πολλές φορές γίνομαι αόρατη.

Και σήμερα μου είπαν πως μεγάλωσες.

Ποτέ δε θεωρούσα σκόπιμο να εξηγώ, να διαλευκαίνω τα πράγματα. Και πάντοτε αργούσα χαρακτηριστικά. Όταν μου έλεγαν «τι θες να κάνεις στη ζωή σου, τι θες να γίνεις» σιωπούσα. Αφήστε την, έλεγε η γιαγιά μου, μικρό παιδάκι είναι, έχει όλη τη ζωή μπροστά της.

Όταν τελείωσα το σχολείο, πάλι δεν ήξερα τι θα γίνω, κι όταν γνώρισα τον μπαμπά σου, μου άρεσε που ήταν στρατιωτικός και με κερνούσε πορτοκαλάδα μπλε, χωρίς να με ρωτήσει τί θα πάρω. Είχε την πλάκα του, ήταν φανερό ότι με περνούσε για κείνες τις κοπέλες κι όχι για τις άλλες. Την ημέρα του γάμου μου ήρθε η αναλαμπή, αλλά τότε ήταν αργά.

Τη στιγμή της εκτυφλωτικής γνώσης άστραψε το φλας, την έχει ακόμα ο πατέρας σου την φωτογραφία ή την πέταξε; Εγώ σαν σαστισμένο από προβολείς αυτοκινήτου τρωκτικό, εκείνος καμαρωτός, και όλοι να περιμένουν. Τι να έκανα, το νυφικό με έσφιγγε, βιαζόμουν να πάω σπίτι να το βγάλω, πέρασα κάτω από την αψίδα που έκαναν οι συνάδελφοί του με σπαθιά ,«να ζήσετε και καλούς απογόνους».

Μετά από πέντε μήνες ήρθες εσύ. Και ήμασταν οι δυο μας. Μάλλον οι πολλοί μας. Εμείς και οι άλλοι.

Θα λεν πως δεν ήξερα να σε ταϊσω και πως αν δεν ήταν αυτοί να σε συντρέχουν με γάλατα αγοραστά, θα είχες πεθάνει απ΄την πείνα. Πως κάθε τόσο σηκωνόταν η γειτονιά, έκλαιγες δυνατά και δεν ήξερα να σε κάμω καλά, κρυβόμουν κάτω απ΄τα τραπέζια και έκλαιγα μαζί σου. Πώς ο άντρας μου με ανεχόταν, αυτός ο άγιος άνθρωπος. Την τελευταία φορά που με έκανε να με βγάλει ο άγιος άνθρωπος από κάτω απ΄το τραπέζι άρπαξα μαχαίρι. Τότε με έφεραν εδώ και τελειώνει η ιστορία της ζωής μου, το κομμάτι που σου χρωστάω.

Τους ακούω να λεν ο καθείς την εκδοχή του, οι ειδικοί. Δεν ξέρω ποια είναι η συμφέρουσα για μένα, ή μάλλον ξέρω, γιατί αν δεν ήξερα δε θα καθόμουν εδώ πέρα δέκα ολόκληρα χρόνια. Εδώ έχω την ηρεμία μου, έχω και τη Μάγδα που την κουβαλά ο πατέρας της κάθε που την πιάνουν ψυχωσικά από την πρέζα. Έμπλεξε, πάει κι αυτή, έτσι θα λεν αυτοί που τους τρέφουν οι βεβαιώσεις, οι ακλόνητες πεποιθήσεις, που μιλούν για ζωές ρημαγμένες και για παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν. Ετσι λεν, ενώ εγώ πίνω κοκτέιλ φαρμάκων και βρίσκομαι σε νησί έρημο κι εξωτικό, εγώ και η Μάγδα, το παρεάκι μου, και αγκαλιασμένες  βλέπουμε τα πλοία να περνούν από μπροστά μας.

Μου παν λοιπόν ότι μεγάλωσες και δεν ήξερα να βάλω στο γράμμα μου σορόπια. Πέρασα δέκα χρόνια να σε σκέφτομαι και να σε σφίγγω σ΄αδειοσέντονα, το σπυρί θέριεψε κι έσπασε κι έμεινε ξερό, να το αντικρίσεις που χάσκει σα λουλούδι κι ένα μοναχά πράγμα ελπίζω, να σε μεγάλωσαν καταπώς να εκτιμάς την ομορφιά.

Αυτό μένει , γιε μου. Η ομορφιά.